Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδιωκτικός -ή -ό [kataδioktikós] Ε1 : 1. που έχει ως αποστολή την καταδίωξη: Kαταδιωκτικό απόσπασμα, για την καταδίωξη του εχθρού ή ατόμων που παρανομούν. Kαταδιωκτικές αρχές, διωκτικές αρχές. Kαταδιωκτικό αεροπλάνο / πλοίο, καταδιωκτικό. 2. (ως ουσ.) το καταδιωκτικό, μικρό, ευέλικτο και ταχύ σκάφος: α. της αεροπορίας, για την καταδίωξη και την καταστροφή των εχθρικών αεροπλάνων ή για την προστασία των δικών της αεροπορικών επιχειρήσεων. β. του ναυτικού, για τη δίωξη λαθρεμπορίου ή για άλλες μικρής έκτασης αποστολές.
[λόγ.: 1: ελνστ. καταδιωκτικός `που καταδιώκει΄ & σημδ. αγγλ.(;) prosecuting· 2: σημδ. γαλλ. de chasse]