Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδικαστικός -ή -ό [kataδikastikós] Ε1 : για κτ. που έχει σχέση με την καταδίκη, με το οποίο καταδικάζεται, τιμωρείται ή επικρίνεται κάποιος: H απόφαση του δικαστηρίου / η ψήφος των ενόρκων ήταν καταδικαστική. ANT αθωωτική. Όλα τα σχόλια ήταν καταδικαστικά, εις βάρος κάποιου. || Οι γιατροί πήραν καταδικαστική απόφαση, για διάγνωση μιας πολύ σοβαρής ή θανατηφόρας ασθένειας.
καταδικαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. (σπάν.) καταδικαστικός & σημδ. γαλλ. condamnatoire]