Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καταδεκτικός, επίθ.
-
- Καταδεχτικός, συγκαταβατικός, καλόβουλος:
- (Συναδ. φ. 90v).
[<καταδέχομαι + κατάλ. ‑τικός. Η λ. τον 6. αι.]
- Καταδεχτικός, συγκαταβατικός, καλόβουλος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδεκτικός -ή -ό [kataδektikós] & καταδεχτικός -ή -ό [kataδextikós] Ε1 : που καταδέχεται τους άλλους, που δε δείχνει υπεροψία ή περιφρόνηση σε κπ. που τον θεωρεί ή που είναι κατώτερός του. ANT ακατάδεκτος: Είναι ~ με όλους.
καταδεκτικά & καταδεχτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. επίδρ. στο καταδεχτικός < ελνστ. καταδεκτικός `κατάλληλος να δεχτεί΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] (η σημερ. σημ. μσν.)]