Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδίωξη η [kataδíoksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταδιώκω. 1. προσπάθεια να φτάσω κπ. που θέλει να διαφύγει: Ύστερα από περιπετειώδη ~ συνέλαβαν τους δραπέτες. || (στρατ.) η τελευταία φάση της μάχης κατά την οποία ο νικητής εξαπολύει επίθεση εναντίον του εχθρού που υποχωρεί, για να πετύχει την ολοκληρωτική συντριβή του. 2. επίμονες και συνεχείς ενέργειες που αποσκοπούν στην ηθική ή υλική βλά βη κάποιου· δίωξη2. || (ψυχιατρ.) μανία καταδιώξεως, η έμμονη ιδέα που κατέχει κπ., ότι φανταστικοί, κατά κανόνα, εχθροί προσπαθούν να τον βλάψουν.
[λόγ. καταδιώκ(ω) -σις > -ση]