Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδίδω [kataδíδo] -ομαι Ρ αόρ. κατέδωσα, απαρέμφ. καταδώσει, παθ. αόρ. καταδόθηκα, απαρέμφ. καταδοθεί : καταγγέλλω, ανεπίσημα και μυστικά, στην αστυνομία ή σε άλλα όργανα της εξουσίας κπ. που καταζητείται ή που δρα παράνομα χωρίς όμως να έχει γίνει αντιληπτός, τον προδίδω: Kατέδωσε στον κατακτητή μέλη αντιστασιακής οργάνωσης. Mέλος σπείρας κακοποιών κατέδωσε στην αστυνομία τους συνεργάτες του. || αποκαλύπτω κτ. με μυστική καταγγελία: Kατέδωσε στους εχθρούς τα αμυντικά σχέδια της πατρίδας του.
[μσν. καταδίδω < κατα- δίδω ή ελνστ. καταδίδωμι `κατανέμω, αποδίδω΄, αρχ. σημ.: `εκβάλλω΄ (για ποταμό), μεταπλ. κατά το δίδωμι > δίδω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταδίδω.
-
- 1) Καταγγέλω κάπ.:
- εβουλήθησαν να τηνε καταδώσουν … πως κάμνει ατυχιές πολλές (Αιτωλ., Μύθ. 803).
- 2) Προδίδω κάπ.:
- (Χρον. σουλτ. 9316).
[αρχ. καταδίδωμι. Η λ. και σήμ.]
- 1) Καταγγέλω κάπ.: