Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδέχομαι [kataδéxome] Ρ3β : (συνήθ. με αρνητ. πρότ.) 1α. συμπεριφέρομαι σε κπ., που θεωρώ ότι είναι ή που είναι κατώτερός μου, με φιλικό τρόπο, δημιουργώντας μια ισότιμη προσωπική σχέση με αυτόν: Έχει μεγάλη έπαρση, δεν καταδέχεται κανέναν. Zήτησα να τον συναντήσω αλλά δεν καταδέχτηκε ούτε να απαντήσει. || (πειραχτικά): Γιατί δεν έρχε σαι στην παρέα μας, δε μας καταδέχεσαι; || Δεν το καταδέχτηκε το δώρο μας. β. δέχομαι να κάνω κτ., όπως όλος ο απλός κόσμος, χωρίς να απαιτώ για τον εαυτό μου κτ. ιδιαίτερο: Aυτός δεν καταδέχεται να μπει σε λεωφορείο / να περιμένει στην ουρά. 2. δέχομαι να κάνω κτ. που μειώνει την αξιοπρέπειά μου: Δεν ~ να απαντήσω στις ύβρεις του. Πώς καταδέχτηκες να παρακαλέσεις τον άνθρωπο που σε περιφρόνησε τόσο πολύ; Δεν ~ να με συντηρούν οι γονείς μου και εγώ να κάθομαι χωρίς να δουλεύω.
[ελνστ. καταδέχομαι `υποδέχομαι΄, αρχ. σημ.: `δέχομαι ξανά (στην πατρί δα)΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταδέχομαι.
-
- Μτβ. και αμτβ.
- 1)
- α) Δέχομαι ευμενώς, δέχομαι με χαρά:
- ανέν και καταδέχεσθε να μ’ έχετε γαμπρό σας (Διγ. Esc. 162· Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [509])·
- β) είμαι καταδεκτικός, συγκαταβατικός:
- τα παιδία να καταδέχονται και να χαιρετούν μετά χαράς (Σοφιαν., Παιδαγ. 114)·
- ου καταδέχομαι τινάν να χαιρετήσω (Ερωτοπ. 107).
- α) Δέχομαι ευμενώς, δέχομαι με χαρά:
- 2) Επιτρέπω:
- μη το καταδεξόμεθα και έθος αυτό πάρει (Διγ. Z 3207).
- 3) Παραδέχομαι:
- Αφού τά θέλεις ου θεωρείς, τά βλέπεις καταδέχου (Γλυκά, Στ. 345).
- 1)
[αρχ. καταδέχομαι. Η λ. και σήμ.]
- Μτβ. και αμτβ.