Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταγώγιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταγώγιο το [kataγójio] Ο40 : χαρακτηρισμός κακόφημου κέντρου, υπόγειου συνήθ. χώρου όπου συχνάζουν άνθρωποι του υποκόσμου: Είναι άνθρωπος των καταγωγίων, που συχνάζει σε καταγώγια και με επέκταση, άνθρωπος πολύ χαμηλού ηθικού επιπέδου.

[λόγ. < αρχ. καταγώγιον `κατάλυμα, πανδοχείο΄ σημδ. γαλλ. repaire]

[Λεξικό Κριαρά]
καταγώγιον το.
  • Καταφύγιο, κατάλυμα·
    • (μεταφ.):
      • (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 3223).

[αρχ. ουσ. καταγώγιον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες