Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταγραφέας ο [kataγraféas] Ο21 : 1. (τεχν.) όργανο για την αυτόματη καταγραφή διάφορων μεγεθών, ενδείξεων κτλ. 2. αυτός που κάνει καταγραφή.
[λόγ. < ελνστ. καταγραφεύς, αιτ. -έα `συντάκτης καταλόγου΄ κατά τις σημ. του καταγράφω]