Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταγελώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καταγελώ.
  • Περιγελώ, εμπαίζω, χλευάζω· ειρωνεύομαι:
    • (Βίος Αλ. 2886), (Δούκ. 33310), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1590]), (Αιτωλ., Μύθ. 1312).

[αρχ. καταγελάω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες