Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καταγέλαστος, επίθ.
-
- Που είναι αντικείμενο χλευασμού, γελοίος:
- (Βίος Αλ. 2420i κριτ. υπ).
[αρχ. επίθ. καταγέλαστος. Η λ. και σήμ.]
- Που είναι αντικείμενο χλευασμού, γελοίος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταγέλαστος -η -ο [katajélastos] Ε5 : για κπ. ο οποίος με τη συμπεριφο ρά του ή με τις ενέργειές του προκαλεί την ειρωνεία, το χλευασμό των άλλων, για κπ. εις βάρος του οποίου γελούν οι άλλοι: Έγινε ~ στην κοινωνία.
[λόγ. < αρχ. καταγέλαστος]