Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταβόθρα η [katavóθra] Ο25 : 1. υπόγειος φυσικός αγωγός, όπου διοχετεύονται τα νερά των λιμνών ή των ποταμών και από όπου οδηγούνται στη θάλασσα ή αναβλύζουν σε άλλο σημείο της επιφάνειας της γης. 2. (μτφ.) α. (μειωτ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που τρώει ή που ξοδεύει υπερβολικά: Aυτός είναι μεγάλη ~. β. για κτ. που για να λειτουργήσει ή για να συντηρηθεί απαιτεί υπέρογκες δαπάνες: Aυτό το αυτοκίνητο είναι ~.
[μσν. καταβόθρα < ελνστ. καταβοθρ(εύω) `θάβω΄ (δες βόθρος) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταβόθρα η.
-
- Βάραθρο, γκρεμός:
- (Θησ. Γ´ [271]).
[<πρόθ. κατά + ουσ. βόθρος. Η λ. και σήμ.]
- Βάραθρο, γκρεμός: