Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταβυθίζω [kataviθízo] -ομαι Ρ2.1 : βυθίζω κτ. μέσα στο νερό έως να φτάσει στο βυθό, το βουλιάζω τελείως: Tο πλοίο καταβυθίστηκε.
[λόγ. < αρχ. καταβυθίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταβυθίζω.
-
- Βυθίζω εντελώς·
- (εδώ μεταφ.) αφανίζω:
- (Θησ. Γ´ [774]).
- (εδώ μεταφ.) αφανίζω:
[αρχ. καταβυθίζω. Η λ. και σήμ.]
- Βυθίζω εντελώς·