Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταβρέχω [katavréxo] -ομαι Ρ3 παθ. αόρ. και καταβράχηκα, απαρέμφ. και καταβραχεί στη σημ. 2 : 1. ρίχνω νερό σαν βροχή επάνω σε μια επιφάνεια, χρησιμοποιώντας συνήθ. την κατάλληλη συσκευή: Θα καταβρέξω την αυλή με το ποτιστήρι, για να μη σηκώνεται σκόνη. || ραντίζω: ~ τα ρούχα για να τα σιδερώσω. 2. βρέχω κπ. ή κτ. πάρα πολύ, το(ν) μουσκεύω: Tου έριξε έναν κουβά νερό και τον κατάβρεξε. Kαταβράχηκαν από τη βροχή τα απλωμένα ρούχα.
[αρχ. καταβρέχω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταβρέχω· μτχ. παρκ. καταβρεμένος.
-
- Βρέχω πολύ:
- σιγά το εκατάβρεξαν (ενν. το πρόσωπον) με δροσερόν γαρ ύδωρ (Θησ. Θ´ [133]).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = βρεγμένος πολύ:
- (αυτ. Γ´ [804]).
[αρχ. καταβρέχω. Η λ. και σήμ.]
- Βρέχω πολύ: