Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταβαράθρωση η [katavaráθrosi] Ο33 : πλήρης αποτυχία, μεγάλη καταστροφή ενός προσώπου ή ενός έργου ή θεσμού: Aυτή δεν ήταν απλή αποτυχία ήταν ~. Πολλοί παράγοντες συνετέλεσαν στην ~ ολόκληρου του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος της χώρας.
[λόγ. καταβαραθρω- (δες καταβαραθρώνω) -σις > -ση]