Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατήχηση η [katíxisi] Ο33 : 1α. κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, προφορική διδασκαλία των δογμάτων της χριστιανικής θρησκείας, που προετοίμαζε αυτούς που ήθελαν να ασπαστούν το χριστιανισμό και να δεχτούν το βάπτισμα. β. διδακτικό βιβλίο που περιέχει τα δόγματα της χριστιανικής θρησκείας. 2. συνεχής και επίμονη προσπάθεια να προσηλυτιστεί κάποιος σε μια ιδεολογία ή να υιοθετήσει κάποιες απόψεις, να ακολουθήσει κάποιο συγκεκριμένο τρόπο ζωής ή συμπεριφοράς κτλ.: Mε την ~ που του έκαναν, έγινε κι αυτός αναρχικός. Tον βαριέμαι όταν μου αρχίζει την ~, λες και δεν ξέρω εγώ τι πρέπει να κάνω.
[λόγ. < ελνστ. κατήχη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `προφορικές οδηγίες΄]