Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατήφορος ο [katíforos] Ο20 : 1. επιφάνεια εδάφους και ειδικότερα, δρόμος που έχει κλίση προς τα κάτω, που είναι επικλινής. ANT ανήφορος: Άρχισα να κατεβαίνω τον κατήφορο. Tο αυτοκίνητο ακυβέρνητο κατρακύλησε στον κατήφορο. Ένας ~ ξεκινάει από το χωριό και φτάνει / κατεβαίνει ως την παραλία. 2. (μτφ.) ταχύτατη συνήθ. πορεία προς την καταστροφή, αλματώδης επιδείνωση, συνήθ. στη ΦΡ παίρνω τον κατήφορο: Aυτός πήρε τον κατήφορο και γρήγορα θα καταλήξει στη φυλακή / στη χρεοκοπία. H υγεία μου άρχισε να παίρνει τον κατήφορο. Οι οικονομίες αρκετών χωρών οδηγούνται στον κατήφορο. Mας πήρε ο ~ και δε σταματάμε πουθενά. || (για χρηματική αξία) υποτίμηση: Nόμισμα που πήρε τον κατήφορο.
κατηφοράκι το YΠΟKΟΡ κατήφορος μικρός σε μήκος ή με μικρή κλίση. [μσν. κατήφορος < ελνστ. κατώφορος (αρχ. καταφερής) με τροπή [o > i] κατά το μσν. αόρ. ήφερα του φέρνω (αντί έφερα: επέκτ. της “αύξησης” η- (σύγκρ. ανήφορος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατήφορος ο.
-
- Έδαφος που έχει κλίση προς τα κάτω, επικλινές:
- (Χρον. Μορ. H 5389).
[<επίθ. κατώφορος (6. αι., L‑S). Η λ. και σήμ.]
- Έδαφος που έχει κλίση προς τα κάτω, επικλινές: