Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατήφεια η [katífia] Ο27 : η έκφραση του προσώπου που δείχνει δυσάρεστη ψυχική κατάσταση, η έκφραση που έχει ο κατηφής άνθρωπος· σκυθρωπότητα: Tις παραμονές του πολέμου ήταν γενική η ~ και ο εκνευρισμός.
[λόγ. < αρχ. κατήφεια]