Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατής
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
κάτης ο.
  • Γάτος:
    • (Διήγ. παιδ. 33).

[<ουσ. κάτα με αλλαγή γένους ή <ουσ. κάτος. Βλ. και γάτης. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κατής ο,
βλ. καδής.
[Λεξικό Κριαρά]
κατῃσχυμμή η,
βλ. καταισχυμμή.
[Λεξικό Κριαρά]
κατῃσχυμμός ο,
βλ. καταισχυμμός.
[Λεξικό Κριαρά]
κατῃσχυσμένα, επίρρ.· κατῃχυσμένα.
  • Ντροπιασμένα:
    • (Αργυρ., Βάρν. Κ 127).

[<μτχ. παρκ. του αρχ. καταισχύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες