Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατήγορος ο [katíγoros] Ο20α θηλ. κατήγορος [katíγoros] Ο36 : (νομ.) αυτός που διατυπώνει, ενώπιον της δικαιοσύνης, μια κατηγορία εναντίον κάποιου: Στην απολογία του ο κατηγορούμενος ανασκεύασε όσα του απέδιδαν οι κατήγοροί του. Δημόσιος ~, αυτός που εκπροσωπεί την πολιτεία σε ποινικό δικαστήριο, κυρίως ο εισαγγελέας ή άλλο πρόσωπο που εκτελεί χρέη εισαγγελέα. || (επέκτ.) αυτός που κατηγορεί κπ. δημόσια.
[λόγ. < ελνστ. κατήγορος, δημόσιος κατήγορος, αρχ. σημ.: `που κατηγορεί΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]