Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατέχω [katéxo] -ομαι Ρ πρτ. κατείχα και λαϊκότρ. κάτεχα, παθ. πρτ. κατεχόμουν : 1α. έχω κτ. στην κυριότητα και στην κατοχή μου, στην αποκλειστική χρήση μου ή στην εξουσία μου: Οι γαιοκτήμονες κατείχαν μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Kατέχει έγγραφα μεγάλης αξίας. Kατέχουν παράνομα ιδιοκτησία του δημοσίου. || καταλαμβάνω στρατιωτικά ένα ξένο κράτος ή ένα τμήμα του: Aπό το 1941 έως το 1944 η Ελλάδα κατέχεται από τους Γερμανούς. H κατεχόμενη βόρεια Kύπρος. Tα κατεχόμενα εδάφη και ως ουσ. τα κατεχόμενα: Ελληνοκύπριοι από τα κατεχόμενα. β. (με τη λέξη θέση ή με άλλη συγγενική) έχω κάποιο αξίωμα, ιδιότητα κτλ.: Kατέχει ανώτατη θέση στην υπαλληλική ιεραρχία. Kατέχει το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας / τον τίτλο του διδάκτορα / τίτλους ευγενείας. H ελληνική ποίηση κατέχει αξιόλογη θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία. H (τάδε) χώρα κατέχει την πρώτη / την τελευταία θέση στην παιδική θνησιμότητα. ΦΡ ~ τα σκήπτρα*. γ. για κτ. που καταλαμβάνει μια έκταση στο χώρο: H Ελλάδα κατέχει καίρια γεωγραφική θέση στην ανατολική Mεσόγειο. Tα ανάκτορα κατέχουν περίοπτη θέση μέσα στην πόλη. || H ψυχαγωγία κατέχει όλο τον ελεύθερο χρόνο του. 2α. γνωρίζω κτ. πολύ καλά, έχω βαθιά, πλήρη γνώση: Kατέχει τρεις ξένες γλώσσες. Aσχολείται με ζητήματα που δεν κατέχει. ~ απόρρητα στοιχεία. Nομίζει ότι μόνο αυτός κατέχει την αλήθεια. || (λαϊκότρ.) ξέρω ή καταλαβαίνω: Δεν το κάτεχα. Δεν ~ τι μου λες. β. για έντονο συναίσθημα που κυριεύει κπ.: Tον κατέχει φόβος και αγωνία. Kατέχεται από μίσος / από έμμονες ιδέες.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. κατέχω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατέχω· μτχ. ενεστ. κατεχάμενος.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Κρατώ στα χέρια, βαστώ:
- (Διγ. Gr. 2648)·
- β) συγκρατώ, κατακρατώ:
- (Ιερακοσ. 4566).
- α) Κρατώ στα χέρια, βαστώ:
- 2)
- α) Εμποδίζω:
- (Κυνοσ. 59021)·
- β) κρατώ κάπ. κοντά μου:
- (Διγ. Z 3363)·
- γ) συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω:
- ηυχόμην ζώντα (ενν. τον Δαρείον) κατασχείν (Βίος Αλ. 4044).
- α) Εμποδίζω:
- 3)
- α) Έχω στην κατοχή μου, είμαι κύριος κάπ.:
- ίππους … κατέχετε (Βίος Αλ. 1906)·
- τον δε έρωτα … εκατείχεν Αφροδίτη (Ερμον. Α 203)·
- β) έχω υπό την εξουσία μου:
- (Αχιλλ. N 185).
- α) Έχω στην κατοχή μου, είμαι κύριος κάπ.:
- 4) (Προκ. για τάφο ή τον Άδη) περιέχω, περιορίζω:
- (Διγ. Z 4457, 4459).
- 5) (Προκ. για πόνους) βαστώ, υπομένω:
- (Βίος Αλ. 526).
- 6) (Προκ. για αρρώστια) προσβάλλω:
- (Ορνεοσ. αγρ. 54414).
- 7) Φέρω κ. γραμμένο ή χαραγμένο επάνω μου, έχω:
- Βοός ομοίαν κεφαλήν εν τῳ μηρῴ κατείχε (ενν. ο Βουκέφαλος) (Βίος Αλ. 703).
- 8) Κρατώ σε ορισμένη θέση:
- τους πόδας άνω κατέχοντα (ενν. τα σώματα) (Μάρκ., Βουλκ. 3403).
- 9)
- α) Γνωρίζω κάπ., έχω γνωριμία με κάπ.:
- όποιος κι αν τον εκάτεχε, πλιο δεν τονε γνωρίζει (Ερωτόκρ. Δ´ 844)·
- β) έχω γνώση κάπ. γεγονότος ή πράγματος:
- εκάτεχέν το και εγνώριζέν το (Ασσίζ. 15315)·
- δεν κατέχεις γράμματα (Στάθ. Α´ 207)·
- γ) έχω υπόψη μου:
- την αντιμοιβή κάτεχε πως χρωστώ σου (Φορτουν. Ιντ. β´ 151).
- α) Γνωρίζω κάπ., έχω γνωριμία με κάπ.:
- 10) Ξεχωρίζω:
- το καλό από το κακό ποιον είναι δεν κατέχεις (Ερωτόκρ. Β´ 1340).
- 11) Αναγνωρίζω, παραδέχομαι:
- τα έθνη τα αβάφτιστα, τα οποία δεν κατέχουσι Θεόν (Αποκ. Θεοτ. I 25).
- 12)
- α) Ξέρω, καταλαβαίνω, μαθαίνω:
- πώς το κάτεχε μέσ’ η καρδιά μου μένα πως θε να με ξεσκίσουσι λιοντάρια θυμωμένα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 17812)·
- τούτο κάτεχε από με (Κορων., Μπούας 151)·
- β) (με κατηγ.) θεωρώ:
- αυτόνο το ρηγόπουλον άντρα τονε κατέχω (Ερωτόκρ. Β´ 2087).
- α) Ξέρω, καταλαβαίνω, μαθαίνω:
- 13) Φρ. κατέχω φθόνον = μνησικακώ:
- (Βίος Αλ. 2821).
- 1)
- Β´ Αμτβ.
- 1) Ξέρω, γνωρίζω, έχω υπόψη μου:
- μηδέ δείξεις, κάτεχε, ποσώς την όχθρητά σου (Ζήν. Β´ 428).
- 2) Έχω τη δυνατότητα, μπορώ:
- τη ζωή φυλάσσει όσο κατέχει (Ροδολ. Χορ. δ´ 4).
- 1) Ξέρω, γνωρίζω, έχω υπόψη μου:
- Α´ Μτβ.
- II. (Μέσ., μτβ.) σταματώ, εμποδίζω:
- (Βίος Αλ. 3399).
- Η μτχ. ενεστ. κατεχάμενος ως επίθ. = έμπειρος:
- τιμούνται οι κατεχάμενοι κι αδυνατοί ποδότες (Ερωφ. Γ´ 52).
- Η μτχ. ενεστ. κατεχόμενος ως επίθ. = ολοκληρωτικός:
- κατεχόμενη κόρυζα (Ιερακοσ. 41828).
[αρχ. κατέχω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατέχων -ουσα -ον [katéxon] Ε12 : (λόγ.) που κατέχει, συνήθ. ως ουσ.: Οι έχοντες και κατέχοντες, οι πλούσιοι, αυτοί που έχουν χρήματα και ακίνητα: Οι έχοντες και κατέχοντες θα έπρεπε να φορολογηθούν περισσότερο από τις άλλες, τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις. (εκκλ. έκφρ.) μακάριοι οι κατέχοντες, ειρωνικά για όσους έχουν οικονομική ή πολιτική δύναμη.
[λόγ. < αρχ. κατέχων μεε. του κατέχω]