Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατέρχομαι [katérxome] Ρ αόρ. κατήλθα, απαρέμφ. κατέλθει : (λόγ.) κατεβαίνω. ANT ανέρχομαι: Ο πρωθυπουργός κατήλθε πρώτος από το αεροπλάνο. Ο στρατός άρχισε να κατέρχεται προς το νότο. Στις προσεχείς εκλογές θα κατέλθουν τέσσερα κόμματα.
[λόγ. < αρχ. κατέρχομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατέρχομαι.
-
- 1)
- α) Κατεβαίνω (από ψηλά):
- Oικούντες γαρ εισίν εν όρεσιν …, κατερχόμενοι δε εκρούσευον τας κάτω χώρας (Έκθ. χρον. 7916)·
- φρ. κατέρχομαι εις νεκρούς = πεθαίνω:
- (Ριμ. Βελ. ρ 215)·
- β) πηγαίνω· αναχωρώ:
- (Ιστ. πολιτ. 324)·
- γ) διέρχομαι, περνώ από κάπου:
- Κάστρη πολλά επαρέδραμεν και χώρας εκατήλθεν (Ιμπ. 260)·
- δ) ορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάπ.:
- σύρει σπαθίν ετόλμησεν, επάνω μου κατήλθεν (Διγ. Z 3551).
- α) Κατεβαίνω (από ψηλά):
- 2) Αναζητώ, ανατρέχω:
- αν ουκ έχει ή τέκνα ή γονείς, τότε κατέρχου εις τους αδελφούς (Ελλην. νόμ. 56519).
- 3) Καταντώ:
- (Ερωφ. Β´ 226).
- 4) Συγκατανεύω:
- να κατελθεί (ενν. η κόρη) εις το θέλημαν ήγουν του Βερδερίχου (Λίβ. Sc. 1809).
[αρχ. κατέρχομαι]
- 1)