Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατέβασμα το [katévazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατεβαίνω ή του κατεβάζω. ANT ανέβασμα: α. Πρόσεχε στο ~· η σκάλα είναι απότομη. Tο ~ από το βουνό είναι δύσκολο, η κατάβαση. Tο φθινόπωρο αρχίζει το ~ των τσοπάνηδων στα χειμαδιά, κάθοδος. β. χαμήλω μα: Tο ~ του κεφαλιού. || Tο ~ της τιμής, μείωση. γ. (για ένδυμα) μάκρε μα: H φούστα θέλει λίγο ~.
[μσν. κατέβασμα < κατεβασ- (κατεβάζω) -μα]