Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάφωρος -η -ο [katáforos] Ε5 : για αξιόποινη ή κατακριτέα πράξη που είναι ολοφάνερη, για την οποία δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία: Έγινε κατάφωρη αδικία. H παραβίαση του συντάγματος είναι κατάφωρη. ~ εκβιασμός. Kατάφωρο ψέμα.
κατάφωρα ΕΠIΡΡ: Ο νόμος παραβιάστηκε ~. [λόγ. < ελνστ. κατάφωρος]