Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάστρωμα το [katástroma] Ο49 : I. δάπεδο από μεταλλικά ελάσματα ή από σανίδες, που καλύπτει το κύτος του πλοίου ή που το διαχωρίζει οριζόντια: Πρώτο / δεύτερο / τρίτο ~. ~ περιπάτου. Tο ~ των αξιωματικών του πλοίου. || (ειδικότ.) η κατώτερη (τρίτη) ταξιδιωτική θέση στο πλοίο: Έβγαλε εισιτήριο για ~. Επιβάτες του καταστρώματος. (έκφρ.) ταξιδεύω ~, στο κατάστρωμα. II. το τμήμα του δρόμου που είναι στρωμένο με άσφαλτο ή με άλλο υλικό και που προορίζεται για την κίνηση των τροχοφόρων· (πρβ. οδόστρωμα): Kατέβηκε από το πεζοδρόμιο στο ~ (του δρόμου).
[λόγ. < αρχ. κατάστρωμα]