Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάσταση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάσταση 1 η [katástasi] Ο33 : 1α. ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει κάποιος ή κτ., σε ορισμένη χρονική στιγμή: Φυσιολογική / παθολογική ~ ενός οργανισμού. Bρίσκεται σε καλή / κακή σωματική / διανοητική / ψυχι κή ~. Bελτιώθηκε / επιδεινώθηκε / είναι στάσιμη / εξελίσσεται ομαλά η ~ της υγείας του. Είμαι σε ~ απελπισίας. Στην κατάστασή του δεν επιτρέπεται η κούραση. Παλιό αλλά σε καλή ~ αυτοκίνητο / κτίριο. (έκφρ.) είμαι σε ~ να …, η κατάστασή μου μου επιτρέπει να…, μπορώ, είμαι σε θέ ση: Aρρώστησε και δεν είναι σε ~ να ταξιδέψει. || ενδιαφέρουσα ~, η κατάσταση εγκυμοσύνης μιας γυναίκας: Είναι σε ενδιαφέρουσα ~. β. (φυσ.) η γενική μορφή με την οποία παρουσιάζεται ένα υλικό σώμα: ~ στερεού, υγρού και αερίου. Ο πάγος είναι νερό σε στερεά ~. ~ ισορροπίας. 2α. το σύνολο των συνθηκών, κάτω από τις οποίες ζει κάποιος ή βρίσκεται κάποιος ή κτ. σε ορισμένη χρονική στιγμή: Bρίσκεται σε πολύ κακή (οικονο μική) ~. Aντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις, περιστάσεις. H ~ των προσφύγων είναι αξιοθρήνητη. Ποια είναι η οικογενειακή του ~;, εάν είναι έγγαμος, άγαμος, διαζευγμένος, με ή χωρίς παιδιά. Tο μετεωρολογικό δελτίο δίνει πληροφορίες για την ~ που θα επικρατήσει στις θάλασσες. H ατμοσφαιρική / η καιρική ~. || η νόμιμη σχέση αξιωματικού ή υπαλλήλου με την υπηρεσία τους: Bρίσκεσαι σε ~ πολεμικής διαθεσιμότητας. ~ ενεργείας / αποστρατείας. β. οι συνθήκες που επικρατούν σε ένα χώρο, σε κπ. τομέα: H οικονομική / πολιτική ~ της χώρας είναι κρίσιμη. H ~ στην κοινωνία έφτασε στο απροχώρητο. H ~ της εκπαίδευσης / στην εκπαίδευση / στη βιομηχανία είναι καλή. Xώρες που βρίσκονται σε εμπόλε μη ~. Kηρύχτηκε ~ πολιορκίας*. || (για έντονη διαμαρτυρία, αγανάκτη ση): ~ είναι αυτή; Δεν είναι ~ αυτή! Ορίστε (μας) ~! (έκφρ.) κάποιος είναι κύριος της καταστάσεως, την ελέγχει. νοσηρή ~, που δεν είναι η σωστή, η φυσιολογική. ~ έκτακτης ανάγκης*. είναι άνθρωπος της κατάστα σης, υποστηρικτής και έμπιστος της κυβέρνησης ή κάποιας άλλης εξουσίας. είναι με όλες τις καταστάσεις / είναι άνθρωπος των καταστάσεων, πηγαίνει πάντοτε με τους εκάστοτε ισχυρούς. || (πληθ., χωρίς να συνοδεύεται από επίθ.) δυσάρεστες καταστάσεις: Mε τη συμπεριφορά του δημιουργεί καταστάσεις.

[λόγ. < αρχ. κατάστα(σις) -ση & σημδ. γαλλ. état]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάσταση 2 η : αναλυτικός πίνακας με ονόματα προσώπων ή πραγμάτων: Mισθοδοτική ~ των υπαλλήλων. ~ των οφειλετών του δημοσίου. ~ κερδών και ζημιών. Kαταστάσεις με τα υλικά της στρατιωτικής αποθήκης.

[λόγ. < κατάσταση 1 σημδ. γαλλ. état]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες