Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάσκοπος ο [katáskopos] Ο20α θηλ. κατάσκοπος [katáskopos] Ο36 : 1. αυτός που κάνει κατασκοπεία εις βάρος μιας χώρας προς όφελος της αντίπαλης χώρας, η οποία του έχει αναθέσει την αποστολή: Έδρασε στην Ελλάδα ως ~ των Iταλών, κατά τις παραμονές του πολέμου. Οι αρχές ασφαλείας ανακάλυψαν δίκτυο κατασκόπων. Διπλός ~, που εργάζεται για λογαριασμό δύο κρατών συγχρόνως, στην πραγματικότητα όμως εις βάρος του ενός ή και των δύο, για προσωπικό κέρδος. 2. (συνήθ. ειρ.) αυτός που παρακολουθεί κρυφά κπ., για προσωπικούς λόγους: Έδιωξε, είπε, την υπηρέτρια, γιατί δεν ήθελε να έχει έναν κατάσκοπο στο σπίτι της. Ο Γιάννης είναι ο ~ του προϊσταμένου στο γραφείο μας.
[λόγ. < αρχ. κατάσκοπος· λόγ θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]