Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάσβεση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάσβεση η [katázvesi] Ο33 : η ενέργεια του κατασβήνω, το τέλειο σβήσιμο: Πρώτος στόχος είναι ο έλεγχος της φωτιάς και στη συνέχεια η κατάσβεσή της.

[λόγ. < ελνστ. κατάσβε(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες