Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάρριψη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάρριψη η [katáripsi] Ο33 : η ενέργεια του καταρρίπτω. 1. πρόκληση της πτώσης, κυρίως ενός αντικειμένου που κινείται: Aνακοινώθηκε η ~ εχθρικών αεροσκαφών. 2. (μτφ.) α. αντίκρουση, ανατροπή: H ~ των ισχυρισμών του κατηγορουμένου από την πολιτική αγωγή. H ~ μιας θεωρίας. β. ~ ενός ρεκόρ, το ξεπέρασμά του με την επιτυχία ενός μεγαλύτερου: Οι αθλητές μας πέτυχαν την ~ πολλών ρεκόρ.

[λόγ. < ελνστ. κατάρριψις `ανατροπή΄ κατά τις σημ. του καταρρίπτω (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες