Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάπτωση η [katáptosi] Ο33 : 1α. εξάντληση των σωματικών ή ψυχικών δυνάμεων, μεγάλη αδυναμία: Ο συνεχής πυρετός τού έφερε μεγάλη ~. Tα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει του προξένησαν μεγάλη ψυχική ~. β. πτώση σε ένα πολύ χαμηλό ηθικό, πνευματικό ή κοινωνικό επίπεδο, απώλεια της ηθικής, πνευματικής ή κοινωνικής αξίας ενός ατόμου ή μιας ομάδας· ξεπεσμός, παρακμή: H αύξηση της εγκληματικότητας είναι δείγμα κοινωνικής κατάπτωσης. H ηθική ~ αυτού του ανθρώπου ήταν ραγδαία. Tι ~ είναι αυτή! 2. (οικον.) ~ εγγύησης / ποινικής ρήτρας, απώλεια.
[λόγ. < ελνστ. κατάπτω(σις) -ση, αρχ. σημ.: `πέσιμο΄]