Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάπνιξη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάπνιξη η [katápniksi] Ο33 : η ενέργεια του καταπνίγω. 1. καταστολή: H ~ όλων των επαναστατικών κινημάτων ήταν ο στόχος της Iεράς Συμμαχίας. 2. ο απόλυτος έλεγχος ενός συναισθήματος, που εμποδίζει την εκδήλωσή του.

[λόγ. < ελνστ. κατάπνιξις `πνίξιμο΄ (-σις > -ση) σημδ. γαλλ. étouffement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες