Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάπληκτος -η -ο [katápliktos] Ε5 : που δοκιμάζει έκπληξη για κτ. εξαιρετικά ασυνήθιστο ή απροσδόκητο: Έμεινα ~ βλέποντας την πρόοδο αυτού του παιδιού. H θρασύτητά του με άφησε κατάπληκτο. Είμαι ~ με την τροπή που πήρε η υπόθεση. Tι το περίεργο βλέπεις και με κοιτάς ~; Mένω ~ μ΄ αυτά που ακούω, συνήθ. για δυσάρεστη έκπληξη. || Tα κατάπληκτα παιδικά μάτια παρακολουθούσαν το θέαμα.
[λόγ. < μσν. κατάπληκτος < καταπληκ- (καταπλήσσω) -τος]