Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάπλασμα το [katáplazma] Ο49 : παχύρρευστη μάζα από αμυλώδεις ουσίες με θεραπευτικές ιδιότητες, που την έβαζαν μέσα σε λεπτό και αραιό ύφασμα και την άπλωναν στο σημείο του σώματος που παρουσίαζε ερεθισμό ή φλεγμονή: Έβαλε ~ από λιναρόσπορο. Είναι σαν ~, μειωτικά, για φαγητό που έγινε πολύ πηχτό ή πολτώδες.
[αρχ. κατάπλασμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάπλασμα το.
-
- 1) Μαγικό κατασκεύασμα:
- (Καλλίμ. 1221).
- 2) Θεραπευτικό επίθεμα:
- ποίει κατάπλασμα και θες αυτό επί του πάσχοντος τόπου (Ιερακοσ. 4934).
[αρχ. ουσ. κατάπλασμα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μαγικό κατασκεύασμα: