Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάντημα το [katándima] Ο49 : η οικονομική ή ηθική εξαθλίωση στην οποία καταλήγει κάποιος ή η άθλια κατάσταση στην οποία φτάνει κτ.· κατάντια: H χαρτοπαιξία τον οδήγησε σ΄ αυτό το θλιβερό ~. Έγινε ένας αλήτης και λυπάμαι για το κατάντημά του. Δες το ~ αυτών των παλιών αρχοντικών / των σημερινών πόλεων.
[ελνστ. κατάντημα `τέλος, αποτέλεσμα΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάντημα το.
-
- Τέρμα, κατάληξη:
- Εκεί (ενν. εις τον δούκα) ήτον το κατάντημα όλων των Γιαννινιώτων (Χρον. Τόκκων 1211).
[μτγν. ουσ. κατάντημα. Η λ. και σήμ.]
- Τέρμα, κατάληξη: