Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάμουτρα [katámutra] επίρρ. τροπ. : (προφ.) 1. κατευθείαν στο πρόσωπο κάποιου, με βίαιο ή επιθετικό τρόπο: Tου πέταξε την τσάντα της και την έφαγε ~. Kλείνω την πόρτα* ~ και ως έκφραση. 2. (μτφ.) για κτ. που απευθύνουμε προσωπικά σε κπ. με παρρησία ή με θράσος και περιφρόνηση· καταπρόσωπο: Tου τα είπε / του πέταξε την αλήθεια ~. Mου είπε ~ ότι δε με εμπιστεύεται.
[κατα- μούτρ(α) επίρρ. -α]