Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατάμεστος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάμεστος -η -ο [katámestos] Ε5 : για κλειστό ή ανοιχτό χώρο που είναι εντελώς γεμάτος, υπερπλήρης από πρόσωπα ή πράγματα: H εκκλησία / η αίθουσα είναι κατάμεστη (από κόσμο). Tο κατάμεστο γήπεδο καταχειροκρότησε τους αθλητές. H αγορά είναι κατάμεστη από τρόφιμα και από αγοραστές.

[λόγ. < ελνστ. κατάμεστος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go