Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάμεστος -η -ο [katámestos] Ε5 : για κλειστό ή ανοιχτό χώρο που είναι εντελώς γεμάτος, υπερπλήρης από πρόσωπα ή πράγματα: H εκκλησία / η αίθουσα είναι κατάμεστη (από κόσμο). Tο κατάμεστο γήπεδο καταχειροκρότησε τους αθλητές. H αγορά είναι κατάμεστη από τρόφιμα και από αγοραστές.
[λόγ. < ελνστ. κατάμεστος]