Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάματα [katámata] επίρρ. τροπ. : μόνο στην έκφραση κοιτάω / ατενίζω κπ. / κτ. ~: α. κοιτάζω κπ. κατευθείαν στα μάτια, χωρίς να αποστρέφω το βλέμμα μου: Tον κοίταξε θαρρετά ~ και του είπε
β. (μτφ.) κοιτάζω, αντιμετωπίζω κπ. χωρίς ντροπή: Έκανε πάντοτε το καθήκον του για να μπορεί να κοιτάξει την κοινωνία ~. γ. αντιμετωπίζω κτ. έτσι όπως είναι, χωρίς να προσπαθώ, από δειλία, να το αποφύγω: Πρέπει να ατενίσουμε την πραγματικότητα ~.
[μσν. κατάματα < κατα- μάτ(ι) επίρρ. -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάματα, επίρρ.· κατάμματα.
-
- Ακριβώς πάνω στα μάτια:
- έδωκέν του κατάμματα και ετύφλωσέ τον (Μαχ. 1023).
[<πρόθ. κατά + ουσ. μάτι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Ακριβώς πάνω στα μάτια: