Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάλυμα το [katálima] Ο49 : γενικός χαρακτηρισμός χώρου που είναι κατάλληλος για την προσωρινή κυρίως διαμονή κάποιου, όπου μπορεί να καταλύσει κάποιος: Οι τουρίστες δύσκολα βρίσκουν ~ τους θερινούς μήνες. Οι αρχές έδωσαν / εξασφάλισαν καταλύματα στους πρόσφυγες. Στρατιωτικά καταλύματα, για στρατιώτες.
[λόγ. < ελνστ. κατάλυμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάλυμα το· κατάλυμαν.
-
- 1) Χώρος προσωρινής διαμονής:
- (Ντελλαπ., Στ. θρην. 66).
- 2) Ερείπιο:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4222).
[μτγν. ουσ. κατάλυμα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Χώρος προσωρινής διαμονής: