Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάδυση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάδυση η [katáδisi] Ο33 : η ενέργεια του καταδύομαι. ANT ανάδυση. 1. (για δύτη ή για κολυμβητή) βύθιση στο νερό, με ειδική τεχνική και με ή χωρίς τη βοήθεια στολής ή αναπνευστικής συσκευής: Εξέδρα καταδύσεων, από όπου κάνουν βουτιές οι κολυμβητές. Aσκείται στις καταδύσεις. Ελεύθερη ~, χωρίς συσκευή. 2. για κατασκευή, κυρίως για υποβρύχιο, κάθοδος κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, σε μικρό ή σε μεγάλο βάθος: Tο υποβρύχιο βρίσκεται σε ~. 3. (εκκλ.) ~ του Σταυρού, η βύθιση του Σταυρού στο νερό μετά τον αγιασμό κατά την ημέρα των Θεοφανίων. 4. (φυσ.) η παρεμβολή ελαιώδους υγρού που διαθλά το φως, ανάμεσα στο φακό του μικροσκοπίου και στο αντικείμενο.

[λόγ. < ελνστ. κατάδυ(σις) -ση `βύθιση στο νερό΄: 1: & σημδ. αγγλ. diving· 2, 4: σημδ. γαλλ. immersion· 3: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες