Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάδικος ο [katáδikos] Ο20α θηλ. κατάδικος [katáδikos] Ο36 & κατάδικη [katáδi
i] Ο32 : 1. αυτός που καταδικάστηκε και εκτίει ποινή καθείρξεως: ~ σε ισόβια. Στολή καταδίκου, ριγωτή στολή που φορούσαν παλαιότερα οι φυλακισμένοι. 2. (μτφ.) για να τονίσουμε ότι κάποιος δουλεύει σκληρά και απάνθρωπα, χωρίς να απολαμβάνει τα δικαιώματα που του ανήκουν: Εγώ είμαι ένας ~ / σαν ~. [λόγ. < ελνστ. κατάδικος `καταδικασμένος΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. κατάδικ(ος) (θηλ.) μεταπλ. -η για προσαρμ. στη δημοτ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάδικος, επίθ.· γεν. εν. καταδικού.
-
- 1) Καταδικασμένος:
- η κόρη ως κατάδικος στήκεται δεσμωμένη (Φλώρ. 428).
- 2) Αντίθετος, αντίξοος:
- το πικρόν το ριζικόν μου, οπού ’ν’ τόσον κατάδικον σ’ αυτόν μου (Κυπρ. ερωτ. 213).
- 3) Βλαπτικός, επιζήμιος:
- ο γιατρός … όταν ιδεί τον ασθενήν, … να τον διαφεντέψει τό τείντα να μηδέν ποίσει και τό ένι κατάδικόν του (Ασσίζ. 43126).
- Το αρσ. ως ουσ. =
- 1) Eναντίος, πολέμιος:
- αφόν οι κατάδικοι του τιμίου σταυρού επήραν το Ιεροσόλυμαν (Μαχ. 30828).
- 2) Αντίδικος:
- Αυτού λέγει περί του κορπωμένου ειρηνεύγοντα με τον κατάδικόν του (Ασσίζ. 2701).
- 1) Eναντίος, πολέμιος:
[μτγν. επίθ. κατάδικος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Καταδικασμένος:
[Λεξικό Κριαρά]
- καταδικός, επίθ.
-
- Απολύτως δικός (μου, σου, …):
- (Ξόμπλιν φ. 124ν).
[<πρόθ. κατά + επίθ. δικός. Η λ. και σήμ.]
- Απολύτως δικός (μου, σου, …):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδικός -ή -ό [kataδikós] Ε1 : (συναισθ.) ακολουθείται πάντοτε από τη γενική των αδύνατων τύπων της προσωπικής αντωνυμίας μου, σου, του / της, μας, σας, τους και χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στην κτητική αντωνυμία “δικός μου” και για να δηλώσει την απόλυτη κυριότητα ή δικαιοδοσία σε κτ. ή σε κπ.: Aυτό το σπίτι είναι καταδικό μου και κανένας δεν έχει δικαίωμα να το χρησιμοποιήσει. Tη μαμά την ήθελε καταδική του, να μην τη μοιράζεται με τα αδερφάκια του.
[κατα- δικός]