Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάγω [katáγo] Ρ πρτ. κατήγα, αόρ. κατήγαγα, απαρέμφ. καταγάγει : I. πετυχαίνω κτ., σε λόγιες εκφράσεις ~ νίκη, νικώ. ~ θρίαμβο, θριαμβεύω. II. (λόγ. έκφρ.) ~ το γένος από
, κατάγομαι από
[λόγ. < ελνστ. κατάγω, αρχ. σημ.: `οδηγώ πίσω (στην πατρίδα)΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταγωγή [kataγojí] Ο29 : 1. οι άμεσοι ή οι απώτεροι πρόγονοι ενός ατόμου ή ο τόπος όπου έζησαν: Είναι Aμερικανός υπήκοος ελληνικής καταγωγής. Είναι Άγγλος στην ~. Γεννήθηκε στην Aθήνα, η ~ του όμως είναι από την Πελοπόννησο. Άτομο ταπεινής καταγωγής, από κατώτερη κοινωνική τάξη. || Ο Δαρβίνος διατύπωσε θεωρία για την ~ του ανθρώπου, τη βιολογική προέλευση. 2. ο αρχικός πυρήνας, η αρχική μορφή από την οποία προέρχεται κτ.: H ινδοευρωπαϊκή ~ ελληνικών λέξεων. H ~ ενός εθίμου / ενός καλλιτεχνικού ρυθμού.
[λόγ. < ελνστ. καταγωγή, αρχ. σημ.: `αποβίβαση΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταγώγιο το [kataγójio] Ο40 : χαρακτηρισμός κακόφημου κέντρου, υπόγειου συνήθ. χώρου όπου συχνάζουν άνθρωποι του υποκόσμου: Είναι άνθρωπος των καταγωγίων, που συχνάζει σε καταγώγια και με επέκταση, άνθρωπος πολύ χαμηλού ηθικού επιπέδου.
[λόγ. < αρχ. καταγώγιον `κατάλυμα, πανδοχείο΄ σημδ. γαλλ. repaire]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταγώγιον το.
-
- Καταφύγιο, κατάλυμα·
- (μεταφ.):
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 3223).
- (μεταφ.):
[αρχ. ουσ. καταγώγιον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Καταφύγιο, κατάλυμα·
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάγωγο το.
-
- Tο κάτω μέρος του χωραφιού, εκεί όπου τελειώνει η άρδευση:
- (Bαρούχ. 25510).
[<πρόθ. κατά + ουσ. αγωγός]
- Tο κάτω μέρος του χωραφιού, εκεί όπου τελειώνει η άρδευση: