Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάγομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάγομαι [katáγome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. (για πρόσ.) α. είμαι απόγονος ή γιος κάποιου: Kατάγεται από πλούσια οικογένεια / από Έλληνες γονείς. β. έχω γεννηθεί σε κάποια πόλη ή χώρα ή ένας από τους γονείς μου έχει γεννηθεί εκεί: Kατάγεται από επαρχία / από την Ελλάδα / από την Kωνσταντινούπολη / από τον Πόντο. 2. (για έμψ.) αποτελώ εξέλιξη κάποιου ζωικού είδους: Ο Δαρβίνος υποστήριξε ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο. Ο σκύλος κατάγεται από το λύκο. 3. για κτ. που είναι εξέλιξη κάποιας παλαιότερης μορφής: Πολλά νεοελληνικά έθιμα / παραμύθια κατάγονται από την αρχαία Ελλάδα.

[λόγ. < αρχ. κατάγομαι (δες και κατάγω)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατάγομαι.
  • Κατάγομαι:
    • (Διγ. Z 456).

[αρχ. κατάγομαι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες