Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάβρεγμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατάβρεγμα το [katávreγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταβρέχω: 1. Tο ~ του χωματόδρομου, βρέξιμο. Tο ~ των λουλουδιών, ράντισμα. 2. ~ από τη ραγδαία βροχή, μούσκεμα.

[καταβρεκ- (καταβρέχω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες