Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάβασις η.
-
- 1) Κατέβασμα, κάθοδος·
- (εδώ προκ. για την ενανθρώπιση του Κυρίου):
- (Φυσιολ. (Zur.) I 1α13).
- (εδώ προκ. για την ενανθρώπιση του Κυρίου):
- 2) (Μεταφ.) πρωκτός:
- υπόθετον βάλε … υποκάτω της καταβάσεως του ορνέου (Ορνεοσ. 58215).
[αρχ. ουσ. κατάβασις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- 1) Κατέβασμα, κάθοδος·