Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κασόνι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κασόνι το [kasóni] Ο44 : κιβώτιο κατασκευασμένο με σανίδες, για τη φύλαξη ή τη μεταφορά αντικειμένων ή εμπορευμάτων: Πολλά βιβλία βρίσκονται στο υπόγειο μέσα σε κασόνια. || (παρωχ.) κάσα, φέρετρο. κασονάκι το YΠΟKΟΡ. κασόνα η MΕΓΕΘ.

[ιταλ. casson(e) `μεγάλη κά σα, συνήθ. σαν ξύλινο έπιπλο΄· κασόν(ι) μεγεθ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
κασόνι το.
  • Κιβώτιο:
    • (Φορτουν. Β´ 448).

[<ιταλ. cassone. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κασονιάζω [kasonázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) τοποθετώ, συσκευάζω κτ. μέσα σε κασόνι.

[κασόν(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κασόνιασμα το [kasónazma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του κασονιάζω.

[κασονιασ- (κασονιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες