Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καστράτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καστράτος ο [kastrátos] Ο18 : (μουσ.) υψίφωνος που τον είχαν ευνουχίσει όταν ήταν παιδί, για να διατηρήσει την ψιλή παιδική φωνή.

[ιταλ. castrato < λατ. castratus `ευνουχισμένος΄ (πρβ. μσν. καστράτος `ευνουχισμένος΄ < λατ. castratus)]

[Λεξικό Κριαρά]
καστράτος ο.
  • Ευνούχος:
    • (Ελλην. νόμ. 55613).

[<λατ. castratus. Η λ. τον 6. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες