Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Κάστανος ο.
-
- Προσωποπ. του ουσ. κάστανο(ν):
- (Πωρικ. I 94).
- Προσωποπ. του ουσ. κάστανο(ν):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καστανός -ή -ό [kastanós] Ε1 : 1. που έχει το ανοιχτό καφετί χρώμα του κάστανου: Έχει καστανά μαλλιά. Tο χρώμα των ματιών του είναι καστα νό. 2. για κπ. που έχει καστανά μαλλιά· καστανομάλλης: Οι περισσότεροι Έλληνες είναι καστανοί. Mια καστανή κοπέλα. 3. (ως ουσ.) α. ο καστανός, θηλ. καστανή: Tελευταία τον είδα να γυρνάει με μια καστανή. β. το καστανό, το καστανό χρώμα.
[μσν. καστανός < κάσταν(ον) -ος (μετακ. τόνου κατά το ξανθός)]