Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καστάνια η [kastána] Ο25 : (τεχν.) εξάρτημα οδοντωτού τροχού, που εμποδίζει την αντίστροφη κίνηση.
[ιταλ. castagna]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καστανιά η [kastaná] Ο24 : 1. δέντρο που φτάνει σε μεγάλο ύψος, ζει πολλά χρόνια και καλλιεργείται για τους φαγώσιμους καρπούς του, τα κάστανα, και για το ξύλο του. 2. το ξύλο της καστανιάς: Tα δοκάρια της στέγης είναι από ~. || (ως επίθ.): Tα πατώματα είναι ~, από καστανιά.
[μσν. καστανιά < ελνστ. καστανέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- καστανιά η.
-
- Το δέντρο καστανιά:
- (Πεντ. Γέν. XXX 37).
[<μτγν. ουσ. καστανέα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Το δέντρο καστανιά: