Παράλληλη αναζήτηση
71 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καστ το [kást] Ο (άκλ.) : το σύνολο των ηθοποιών που συμμετέχουν σε μια κινηματογραφική ή θεατρική παραγωγή.
[λόγ. < αγγλ. cast]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάστα η [kásta] Ο25 : 1. καθεμιά από τις κλειστές κοινωνικές τάξεις στις οποίες είναι χωρισμένοι οι λαοί των Iνδιών: H ~ των βραχμάνων. 2. (μειωτ.) προνομιούχα, κλειστή κοινωνική ομάδα, αποκομμένη από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, οι δραστηριότητες της οποίας εξυπηρετούν αποκλειστικά τα δικά της συμφέροντα: Δεν ανήκει σε καμιά ~· ό,τι έκανε το έκανε μόνος του.
[ιταλ. casta & γαλλ. cast(e) -α < ισπαν. casta `καθαρή ράτσα΄ < λατ. castus `αγνός΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάσταλδος ο,
- βλ. γαστάλδος.
[Λεξικό Κριαρά]
- κασταλικός, επίθ.
-
- Που ανήκει στην Κασταλία πηγή των Δελφών·
- (εδώ σε μεταφ. προκ. για την ποιητική έμπνευση):
- οι Μούσες … εκ το κασταλικόν νερόν πάντοτε τον εβρέχαν (Αχέλ. 2328).
- (εδώ σε μεταφ. προκ. για την ποιητική έμπνευση):
[<ουσ. Κασταλία + κατάλ. ‑ικός]
- Που ανήκει στην Κασταλία πηγή των Δελφών·
[Λεξικό Κριαρά]
- Καστάλιος, επίθ.
-
- Έκφρ. Καστάλια βρύση = η Κασταλία πηγή·
- (εδώ σε μεταφ. προκ. για την ποιητική έμπνευση):
- τους εδώκατε (ενν. οι Μούσες) χαριτωμένη δάφνη απάνω στην Καστάλιαν βρύσην, ως ποιητάδες (Θησ. ΙΒ´ [876] (έκδ. στου Καστάλιου· πβ. sul castalio fonte Teseida)).
- (εδώ σε μεταφ. προκ. για την ποιητική έμπνευση):
[<ιταλ. castalio <λατ. Castalius <αρχ. ουσ. Κασταλία (Soph.)]
- Έκφρ. Καστάλια βρύση = η Κασταλία πηγή·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καστανάς ο [kastanás] Ο1 : αυτός που πουλάει κάστανα ψημένα, σε υπαίθρια ψησταριά: Tο φθινόπωρο οι καστανάδες στήνουν τη φουφού τους στις γωνιές των δρόμων.
[κάσταν(ο) -άς]
[Λεξικό Κριαρά]
- καστανάτος, επίθ.
-
- Που έχει χρώμα καστανό, καστανός:
- φαρίν … καστανάτον (Πόλ. Τρωάδ. 938 κριτ. υπ).
[<ουσ. κάστανον + κατάλ. ‑άτος. Η λ. στο Meursius]
- Που έχει χρώμα καστανό, καστανός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καστάνια η [kastána] Ο25 : (τεχν.) εξάρτημα οδοντωτού τροχού, που εμποδίζει την αντίστροφη κίνηση.
[ιταλ. castagna]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καστανιά η [kastaná] Ο24 : 1. δέντρο που φτάνει σε μεγάλο ύψος, ζει πολλά χρόνια και καλλιεργείται για τους φαγώσιμους καρπούς του, τα κάστανα, και για το ξύλο του. 2. το ξύλο της καστανιάς: Tα δοκάρια της στέγης είναι από ~. || (ως επίθ.): Tα πατώματα είναι ~, από καστανιά.
[μσν. καστανιά < ελνστ. καστανέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- καστανιά η.
-
- Το δέντρο καστανιά:
- (Πεντ. Γέν. XXX 37).
[<μτγν. ουσ. καστανέα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Το δέντρο καστανιά: