Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κασσιτερώνω [kasiteróno] -ομαι Ρ1 : επικαλύπτω με λεπτό στρώμα από κασσίτερο την επιφάνεια χάλκινων σκευών ή άλλων αντικειμένων, για να τα προστατέψω από την οξείδωση· επικασσιτερώνω, γανώνω.
[λόγ. < ελνστ. κασσιτερ(ῶ) -ώνω]