Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κασκόλ το [kaskól] Ο (άκλ.) : μακρόστενο κομμάτι υφάσματος ή πλεχτού που τυλίγεται γύρω από το λαιμό, για προστασία από το κρύο: Mάλλινο / μεταξωτό ~.
κασκολάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. cache-col]